ἐπηγορεύω

ἐπηγορεύω
ἐπ-ηγορεύω, wider j-n sprechen, ihm etwas vorwerfen

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επηγορεύω — ἐπηγορεύω (Α) κατηγορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αγορεύω, το η λόγω τής λειτουργίας τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] …   Dictionary of Greek

  • επηγορία — ἐπηγορία, η (AM) [επηγορεύω] ονομασία, προσηγορία αρχ. κατηγορία, επίπληξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επηγορεύω με επίδραση τού κατηγορία] …   Dictionary of Greek

  • επηγορώ — ἐπηγορῶ, έω (Α) έπηγορεύω …   Dictionary of Greek

  • ἁπηγόρευσε — ἀπηγόρευσε , ἀπαγορεύω forbid aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) ἐπηγόρευσε , ἐπηγορεύω say against aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”